- ἀγκυλογλώχιν
- ἀγκῠλο-γλώχιν, ῑνος, ὁ, of a cock,A with hooked spurs, Babr.17.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλογλώχιν — ἀγκυλογλώχιν ( ινος), ὁ (Α) (για τον κόκορα) αυτός που έχει αγκύλο, γαμψό πτερνιστήρα (πλήκτρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + γλωχίν ( ῖνος)] … Dictionary of Greek
ἀγκυλογλώχιν — ἀγκυλογλώχῑν , ἀγκυλογλώχιν with hooked spurs masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)